γύλιος

γύλιος
γυλιός (γύλιος)
Grammatical information: m.
Meaning: `knapsack' (Ar.); also an animal, `hedgehog'? (Sophr. 73; s. also sch. Ar. Pax 527).
Derivatives: Also γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H., and the fish names γυλλίσκοι ἰχθύες ποιοί H., γυλάριον = μυξῖνος (sch. Opp. H. 1, 111). The gloss γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν H.will be a mistake for γυάλας (s.v. γύαλον).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. One compared ONo. kýll `bag for victuals', OHG kiulla `bag' \<*keula-, s. . W.-Hofmann s. vola. Futher to γύαλον? - Fur. 120 compares γυλάριον with κύλλαρος (s.v.)
Page in Frisk: 1,332

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γύλιος — long shaped wallet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυλιός — ο (AM γυλιός και γυλιός) στρατιωτικός σάκος για τη φύλαξη ατομικών ειδών, τροφίμων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με γερμανικές λέξεις με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kiulla «σάκος», αρχ. νορβ. kyll… …   Dictionary of Greek

  • γυλιός — ο στρατιωτικό σακίδιο για ατομικά είδη του στρατιώτη και τρόφιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυλίου — γύλιος long shaped wallet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύλιον — γύλιος long shaped wallet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гуля — I гуля I. голубь, Columba ; ср. подзывание: гуль гуль! Звукоподражание, как и швейц. нем. Gûl петушиный крик , эльзасск. Gulli, Guller, о котором см. Суолахти, Vogeln. 233. Ср. также коми gul u голубь (по мнению Калимы (RLS 53) и Вихм. – Уотилы… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γυλιαύχην — ( ενος), ο, η (Α) μακρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν ( ένος)] …   Dictionary of Greek

  • γύλιον — γύλιον, το (Μ) ο γυλιός …   Dictionary of Greek

  • εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • εξάρτυση — η το σύνολο των ειδών που κουβαλάει ο στρατιώτης σε πορεία (εκτός από τον οπλισμό του), με τα οποία μεταφέρει τα απαραίτητα είδη τροφής, λινοστολής και πυρομαχικών (γυλιός με το περιεχόμενο του, σιτιοδόχη, παγούρι, ζωστήρας, παλάσκες κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”